Ορισμοί
Ενεργειακή υπηρεσία: το φυσικό όφελος, χρησιμότητα ή πλεονέκτημα που προκύπτει από συνδυασμό ενέργειας με ενεργειακώς αποδοτική τεχνολογία ή/και ενέργεια, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τις εργασίες, τη συντήρηση και τον έλεγχο που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας. Η ενεργειακή υπηρεσία παρέχεται βάσει συμβάσεως και υπό κανονικές συνθήκες έχει αποδείξει ότι οδηγεί σε επαληθεύσιμη (με μέτρηση ή εκτίμηση) βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή/και εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας.
Μηχανισμοί ενεργειακής απόδοσης: γενικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται από κυβερνήσεις ή κρατικούς φορείς για τη δημιουργία υποστηρικτικού πλαισίου ή κινήτρων για τους συντελεστές της αγοράς προκειμένου να παρέχουν και να αγοράζουν ενεργειακές υπηρεσίες και άλλα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Προγράμματα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης: δραστηριότητες που εστιάζονται σε ομάδες τελικών καταναλωτών και που, κανονικά, οδηγούν σε επαληθεύσιμη (με μέτρηση ή εκτίμηση ) βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.
Εταιρεία Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ) ή διεθνώς Energy saving company (ESCO): φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει ενεργειακές υπηρεσίες ή/και άλλα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης στις εγκαταστάσεις ή οίκημα ενός χρήστη, και, στο πλαίσιο αυτό, αναλαμβάνει κάποιον οικονομικό κίνδυνο. Η πληρωμή των παρεχόμενων υπηρεσιών βασίζεται (εν όλω ή εν μέρει) στην επίτευξη των βελτιώσεων της ενεργειακής απόδοσης και στην τήρηση των λοιπών συμφωνούμενων κριτηρίων επίδοσης.
Σύμβαση Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ) ή διεθνώς Energy Performance Contracting (EPC): συμβατική συμφωνία μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου (κατά κανόνα ΕΕΥ) περί μέτρου βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, σύμφωνα με την οποία πληρωμές για τις επενδύσεις πραγματοποιούνται ανάλογα με το συμβατικώς συμφωνούμενο επίπεδο βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Χρηματοδότηση Από Τρίτους (ΧΑΤ) ή διεθνώς Third Party Financing (TPF): συμβατική συμφωνία στην οποία συμμετέχει τρίτος –επιπλέον του προμηθευτή ενέργειας και του δικαιούχου του μέτρου βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης– ο οποίος παρέχει το κεφάλαιο για το μέτρο και χρεώνει στον δικαιούχο τέλος ισοδύναμο προς μέρος της εξοικονόμησης ενέργειας που επιτυγχάνεται βάσει του μέτρου βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Ο εν λόγω τρίτος μπορεί να είναι ή όχι η ΕΕΥ.
Ενεργειακός έλεγχος: συστηματική διαδικασία από την οποία προκύπτει επαρκής γνώση του υφιστάμενου συνόλου χαρακτηριστικών ενεργειακής κατανάλωσης ενός κτιρίου ή μιας ομάδας κτιρίων, μιας βιομηχανικής δραστηριότητας ή/και εγκατάστασης και ιδιωτικών ή δημόσιων υπηρεσιών, με την οποία εντοπίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά οι οικονομικώς αποτελεσματικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας, και μετά την οποία συντάσσεται έκθεση αποτελεσμάτων.
Χρηματοοικονομικά μέσα για εξοικονόμηση ενέργειας: όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα, όπως ταμεία, επιδοτήσεις, φορολογικές εκπτώσεις, δάνεια, χρηματοδότηση από τρίτους, συμβάσεις ενεργειακών επιδόσεων, συμβάσεις εγγυημένης εξοικονόμησης ενέργειας, συμβάσεις έξωθεν προμήθειας ενέργειας και άλλες συναφείς συμβάσεις που διατίθενται στην αγορά από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς για τη μερική μείωση ή την πλήρη κάλυψη του αρχικού κόστους του σχεδίου υλοποίησης μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Λευκά πιστοποιητικά: πιστοποιητικά τα οποία εκδίδονται από ανεξάρτητους πιστοποιούντες φορείς και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς φορέων της αγοράς όσον αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας ως αποτέλεσμα μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
|